Λέξη σύνθετη αποτελούμενη από τις λέξεις: Χίππης + ιπποπόταμος.

Αναφέρεται σε ανθρώπους που αντιλαμβάνονται το πάχος τους ως μειονέκτημα και προσπαθούν να υπερκεράσουν αυτό το κενό φορώντας χίππικα ρούχα, έξω από την αισθητική του μέσου λεπτού ανθρώπου, χωρίς να ενστερνίζονται την ιδεολογία του χίππη.

Χαρακτηριστικά: φαρδιές φούστες γεμάτες λουλούδια, περίεργα κοκάλινα γυαλιά, βαμμένα μαλλιά και σκουλαρίκι στη μύτη.

- Αυτή η τύπισσα σε κοιτάει συνεχώς. Μάλλον σε γουστάρει.
- Εντάξει καλή κοπέλα φαίνεται, αλλά είναι χιπποπόταμος.

(από Vrastaman, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified