Καταφατικό μόριο της νεοελληνικής καθομιλούμενης νέας κοπής. Δηλώνει πρόθεση συμμετοχής και σύμπνοια του ομιλητή με την εκπεφρασθείσα πρόταση του συνομιλητή.

Από το νωρίς απαρχαιωμένο ψήνομαι με κόψιμο και της κατάληξης και του χαρακτήρα του ρήματος και γενικά του ό, τι περίσσευε χωρίς ματιές πίσω από την πλάτη και συναισθηματισμούς, στο πνεύμα της εποχής. Να μη συγχέεται με τα ομόηχα ψι.

- Πάμε μία στις από κάτω;
- Ψη...

(από Vrastaman, 12/10/09)το χαλικάλι! (από BuBis, 12/10/09)Movement of Jah People (από Vrastaman, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified