Το σταυρόλεξο που μας κρατάει παρέα κατά τη διάρκεια της αφόδευσης.

ρήμα: χεζολύνω (λύνω χεζόλεξο)

«Μονάρχης της Ουγκάντα», φώναξε ο Κώστας από την τουαλέτα.

«Αμιν Νταντά», του απάντησα. Πάλι είχε πλακωθει στο χεζόλεξο και άντε να τον βγάλεις από 'κει.

Βλ. και χεστικό, χεσύντροφα, έντυπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified