Η κατάσταση όπου κάποιος τριγυρνάει γύρω από κάτι ή κάποιον άλλο, επίμονα.

Έλα Τάκη είμαστε στο καφέ της Αννούλας. Που είναι; Πάνω στην πλατεία, θα το αναγνωρίσεις καθώς δορυφορίζουν γύρω μας 5-6 πιτσιρίκια.

Είδες την αλογόμυγα, δορυφορίζει γύρω γύρω από το σκατό εδώ και μία ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικά το φθηνότερο μουσικό κατάστημα της Ευρώπης, το Thomann.de. Όλοι από'κει αγοράζουν.

-Θέλω να παραγγείλω μια stratocaster κινεζίλα και μια βάση για τα drums του κολλητού.

-Ρε Νώντα θα πας κέντρο να τσεκάρεις ή θα μπεις Θωμά;

-Θωμά, ρε Στέργιο να περάσουμε ωραία με τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πόσο άσχετος ή ξερόλας είναι κάποιος με το αντικείμενο συζήτησης.

Παράδειγμα 1.

-Γειά και χαρά μπάρμπα, σας έφερα καταίφι κρέμα από το Κοσμικόν.
-Σε ευχαριστώ Κουστάκη, αλλά πολύ σιρόπι φαίνεται να έχει και μου μοιάζει πανιασμένο.
-Άσε ρε θείο, ξέρει ο γάιδαρος από κομπόστα; Τράβα φάε μια αμυγδάλου από το περίπτερο αν δεν σου αρέσει.

Παράδειγμα 2.
Σύζυγος(θυλ) που βλέπει με την υπόλοιπη αντροπαρέα μουντιάλ.

-Οφσάιντ ήταν το γκόλ.
-Ποιό οφσάιντ ρε Μαρία και για την ακρίβεια είχε γίνει επιθετικό φάουλ και η μπάλα χτύπησε από την εξωτερική πλευρά τα δίχτυα, δεν μπήκε μέσα.
-Ναι αλλά οι Μεξικανοί με τα πορτοκαλί δεν έχουν κάνει μια ευκαιρία.
-Ξέρει ο γάιδαρος από κομπόστα Μαράκι; Με τα πορτοκαλί είναι Ολλανδοί, τράβα να φτιάξεις κανένα λαχματζούν και άσε για τα παντελόνια τη μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.

-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος άνδρα που ψάχνει θέση για παρκάρισμα (συνήθως πρωινές ώρες) και του παίρνουν τις θέσεις μόνο γυναίκες με smart και c1. Οπότε αρχίζει τα χριστοκάντηλα.

Γενικότερα μισεί τις γυναίκες οδηγούς καθώς θεωρεί ότι τους λείπει το DNA της οδήγησης.

Ψάχνοντας μιά θεσούλα και ενώ έχει αργήσει στο γραφείο, βγαίνει από στενό c1 με γκομενάκι με τσίτα Rihanna, και στο χέρι κινητό και στο άλλο freddo.
- Καλά μωρή μπαζοκλανιά, γιατί δεν κάθεσαι στο σπίτι σου να τηγανίσεις κανέναν κεφτέ όπως έκανε η γιαγιά σου, αντί να έρχεσαι και να πιάνεις την θέση ΜΟΥ;
- Μα....
- Τι μα και ξεμά μωρή άσχετη που θες και τιμόνι ενώ δεν έχεις έξτρα χέρια να το πιάνεις;
- Μα, πάω στη δουλειά μου.
- Η δουλειά σου είναι στην κουζίνα και στο μπάνιο του σπιτιού. Άσε το τιμόνι για τους άνδρες.
- Θεέ μου, σε τι μισοδηγύνη έπεσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντίστοιχος ορισμός για τις γυναίκες που θάβουν απίστευτα και άνευ λόγου τους άνδρες...

- Άκουσες την Κούλα τι μου είπε για τον Κώστα και τον Γιάννη; Λέει μεγάλες αδερφές και μου είπε επίσης ότι όλοι στην δουλειά της, της την πέφτουν ασύστολα, αλλά είναι όλοι καθάρματα και γουρούνια.
- Βρήκες και εσύ γυναίκα να ακούσεις... Η Κούλα είναι γνωστή μισανήρ. Γράφ' την στ'αρχίδια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν γαμάει καθόλου, αλλά φαντασιώνεται ότι όλη μέρα κάνει μόνο αυτό και το καυχιέται στους κολλητούς αερογάμηδες... Συναντάται σε νεαρές ηλικίες κάτω από τα δεκαπέντε όπου η μαλακία πάει σύννεφο και όλοι καυχιούνται ότι πηδάνε όλο το σχολείο...

Συζήτηση Γυμνασιόπαιδων:

- Εχθές μαλάκα γάμησα την Σούλα και μετά την Μαιρούλα. Άσε που το βράδυ μου έκανε πίπα μια φίλη της μαμάς μου....
- Πού να δεις εγώ που πήγα στης θείας μου της Καίτης και μου άνοιξε η υπηρέτρια και την πήρα από πίσω, μετά στο τρένο γνώρισα μια υπερμουνάρα γύρω στα τριάντα και κατεβήκαμε στο Ηράκλειο και την πήρα στις τουαλέτες του δήμου...

(από BuBis, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναφέρουμε για να τονίσουμε την απουσία καθαριότητας από ένα μέρος, σπίτι συνήθως, όπου τελευταία φορά που σκούπισε άνθρωπος ήταν αμέσως μετά το τελείωμα της οικοδομής. Πέρα από αχούρι σε θέματα ακαταστασίας, στο μέρος αυτό έχουν κάθε χρόνο τα παγκόσμια συνέδρια τους κατσαρίδες και ποντίκια. Η μπόχα, δε,φτάνει στα 2 παρακείμενα οικοδομικά τετράγωνα.

- Ρε πάμε να κάτσουμε στου Γανυμήδη να παίξουμε και κανένα pro;
- Εγώ στον μικροβιότοπο με τις Τερέζες και τον Ρατατούη δεν πάω.. τράβα μόνος σου και πάρε και μια μάσκα χημικών αερίων.

http://www.microbioland.com/ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος δημοσίου υπαλλήλου, γυναικείου φύλου, που συναντάται κυρίως σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως σε πρωτόκολλα υπουργείων και γραμματείες.

Το είδος αυτό ανήκει στην κατηγορία των αγενεστέρων εκ των δημοσίων υπαλλήλων και πάντα σου απαντά χωρίς να σε κοιτάζει. Συνήθως κοιτάζει προς τα πάνω με βλέμμα κενό ενώ πληκτρολογεί σε γραφομηχανή παλαιού τύπου με σύστημα didacta. Η χροιά της φωνής της δε, θυμίζει έντονα τον θρύλο της soul μουσικής Ray Charles, στο πιο χωριάτικο βέβαια. Οι 2 τελευταίες αναφορές μάς οδηγούν στο συμπέρασμα του παραπάνω ορισμού.

Αποφύγετέ τις όπως ο διάολος το λιβάνι.

– Άσε με ρε Λευτέρη πήγα στο υπουργείο και ήταν μια Ρεητσαρλίνα στην γραμματεία που ήθελα να την πετάξω από τον 3ο την άτιμη. Δεν με κοίταξε ούτε μια στιγμή, μόνο γρύλιζε ότι δεν είναι αυτή «Πληροφορίες» και πληκτρολογούσε ατάραχη.
– What'd I say ρε Γιώργο, αυτή τους έχει γραμμένους όλους και κάνει και τον διευθυντή. Οι Ρεητσαρλίνες είναι από τις παλαιότερες φάρες του δημοσίου τομέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και να 'ούμε, ας 'ούμε.

Φρασεολογία που χρησιμοποιείται πάρα πολύ από ανθρώπους με φτωχό λεξιλόγιο και είναι ο στάνταρ σύνδεσμος μέσα στις προτάσεις τους για να πουν και να εννοήσουν τα πάντα. Μέσα σε κάθε πρόταση θα βρείτε τουλάχιστον 3 με 4 «να πούμε». Ξεκίνησε σαν ένας τρόπος να μιλήσεις μάγκικα στις παλαιότερες γενιές.

  1. Γιατί εγώ να πούμε και τη βγάζω να πούμε έξω και της πληρώνω το χόντο να πούμε και στα μπουζούκια να πούμε την πάω...

  2. Κοίταξε ας 'ούμε ο Τάκης να 'ούμε είναι καλό παιδί και θα βρει να 'ούμε μια κοπέλα της προκοπής να ανοίξουνε ας 'ούμε ένα σπιτικό.

Χάρρυ Κλύνν και πάσης ελλάδος να πούμε... (από vikar, 26/07/10)

Βλ. και ασμ, νταξναούμ, άμα λάχει (ναούμ').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified