Το κομάντο είναι ο στρατιώτης ο οποίος είναι εκπαιδευμένος στην εκτέλεση ειδικών και συνήθως επικίνδυνων αποστολών (αιφνιδιασμούς, δολιοφθορές, ανατινάξεις, κτλ). Η λέξη παραπέμπει σε δυναμισμό, ντουρασελάτη αντοχή, τεχνική, κλπ.

Η λέξη πτωμάντο προκύπτει με παράφραση της λέξης κομάντο, γεννήθηκε στα στρατά, χρησιμοποιείται ευρύτερα και αναφέρεται σε κομάντο με σπεκς πτώματος. Αναφέρεται δηλαδή σε κομάντο για κλάματα.

Αναλυτικότερα, μιλάμε για:

  • Άτομο που το παίζει δραστήριος, δυναμικός, ανθεκτικός και στην πράξη αποδεικνύεται κότα λιράτη (βλ. παρ. 1). Πολλές φορές μπορεί να βγάζουμε κι απωθημένα χαρακτηρίζοντας έτσι κάποιον (βλ. παρ. 2).
  • Άτομο που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά συγκυριακά είναι σε φάση αποσύνθεσης (μπαγιάτικο μύδι από την κούραση, καταρρακωμένος ψυχολογικά, καταβεβλημένος από αρρώστια, έτοιμος για απογείωση, κλπ). Βλ. παρ. 3, 4.
  • Μούχλας, τεμπέλης, άτομο που μέχρι να κουνήσει το ένα πόδι βρωμάει το άλλο (βλ. παρ. 5).

Βλ. και λήμμα κομάντο.

  1. Στον στρατό, ο λοχίας παρατηρεί τον τρόπο που εκτελεί τις κάμψεις ένας φαντάρος (Καλούδης) που το παίζει κομάντο.
    - Έτσι είναι τα κομάντα ρε Καλούδη; - Γιατί;
    - Έχεις ξεσκιστείς στο αερογάμ και αγκομαχάς με 5 κάμψεις. Δεν είσαι κομάντο ρε... πτωμάντο είσαι.

  2. Στον στρατό, σε πορεία νεοσύλλεκτων πεζικάριων που φέρουν πλήρη φόρτο, ένας κομπλεξικός λοχαγός τους βγάζει την πίστη υποχρεώνοντάς τους να ταχύνουν υπερβολικά το βήμα.
    - Άντε ρε παλιοκηδείες, πιο γρήγορα ρε παλιοντακότες. Χωρίς να κόψετε ρυθμό αρχίστε να φωνάζετε: Στην μπάντα, στην μπάντα περνάνε τα πτωμάντα. Δε χαλαρώνουμε λέω...

  3. - Άσε, εδώ και πολύ καιρό μου 'χει φύγει η μαγκιά στη δουλειά. Εγώ που δεν κώλωνα σε τίποτα, έχω καταντήσει πτωμάντο του ελέους.

  4. - Άσ΄τα... Χθες τράβηξα μεγάλο λούκι ως νεροκομάντο και σήμερα είμαι πτωμάντο απ' την κούραση.

  5. Στο δημόσιο, ένας εργατικός πλησιάζει έναν τεμπελχανά φίλο του.
    - Ά ρε Κώστα, αν μ' αρέσει κάτι σε σένα είναι η σταθερή απόδοσή σου. Απ' το πρωί ως το βράδυ... είσαι το απόλυτο πτωμάντο, χα χα χα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified