Τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης /-α: Αυτός /-ή που έχει και τσαχπινιά και τσακίρικο μάτι («παίζει» και «κόβει δεξιά-αριστερά), αλλά κινείται και με σκέρτσο και με νάζι.
Κοίτα την τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρα την Ηρώ πώς τους έχει κάνει όλους γύρω της.
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης /-α: Αυτός /-ή που έχει και τσαχπινιά και τσακίρικο μάτι («παίζει» και «κόβει δεξιά-αριστερά), αλλά κινείται και με σκέρτσο και με νάζι.
Κοίτα την τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρα την Ηρώ πώς τους έχει κάνει όλους γύρω της.
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαπερδόνα, τσαχπινογαργαλόπουστα, τσαχπινογαργαλιάρα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified