Τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης /-α: Αυτός /-ή που έχει και τσαχπινιά και τσακίρικο μάτι («παίζει» και «κόβει δεξιά-αριστερά), αλλά κινείται και με σκέρτσο και με νάζι.

Κοίτα την τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρα την Ηρώ πώς τους έχει κάνει όλους γύρω της.

(από Vrastaman, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified