Σχετικοάσχετα με τον ορισμό του Anchelito, τριγωνάκι λέγεται ο φαντάρος γουτσιστί, λόγω του χαρακτηριστικού V (σύγκρινε με Αλβανικό V), που μαυρίζει από τον ήλιο εξαιτίας του ανοίγματος του χιτωνίου, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα που μένει ασπρουλό.

- Χτες πέτυχα και Λότο και Πρότο! Πέρναγα τυχαία από την Σχολή Τεχνικών κι έβαλα στο αμάξι δυο τριγωνάκια που κατέβαιναν στην πόλη... (Από την ταινία «Θηλυκή Εταιρεία» του Νίκου Περάκη).

Got a better definition? Add it!

Published

Λίγο πριν από επιθεώρηση motherfucking-ΓΕΑ ή αναλόγου, οι ένστολοι καλούνται να βελτιώσουν την εμφάνιση των καθώς και να στιλβώσουν τα υποδήματα των, ενόσω τα φέρουν.

Κατά την πράξη αυτή, συχνάκις μένει ένα ισοσκελές τριγωνάκι (βάση στο έδαφος, κορυφή στον ουρανό) στο πίσω μέρος της αρβύλας, κάτωθι της πτέρνας, άβαφο, λόγω του δυσπρόσιτου.

Δεδομένου του πανικού που επικρατεί σε επιχειρήσεις ταχείας στιλβώσεως αυτό το τριγωνάκι περνάει απαρατήρητο στους κληρωτούς.

Πλην όμως ο καμπανοκυνηγός, ος επιβλέπει το άγημα πανταχόθεν, και λόγω του ανοιχτόχρωμου κονιορτού που συνηθίζεται στους προαύλιους χώρους (γαρμπιλάκι), κάτι τέτοια τα επισημαίνει πάραυτα και απονέμει τα εύσημα.

Φαίνεται δε από χιλιόμετρα. Εντάξει ίσως σε κωλοφάνταρα να μην γίνεται ντόρος, αλλά άν είσαι ΔΕΑ σε κρεμάνε.

- Νικολάου, σιαξ το κράνος ς! Παρχαρίδη, χαρτονάκια δεν έβαλες το κερατό σου μέσα; Λίακο, με παραλλαγή ερήμου μας ήρθες; Και το νού σας, ε, μην δώ τριγωνάκια, θα σας πάρω το κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified