Ο θαμμένος, ο νεκρός, ή αυτός που φυτεύτηκε, τον φύτεψαν τον καθαρίσανε.
Συναντάται και ως: θα του φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι / καρδιά κ.λπ. κ.λπ.
Και του φύτεψε μια στην καρδιά και μετά τον φύτεψαν down under.
Ο θαμμένος, ο νεκρός, ή αυτός που φυτεύτηκε, τον φύτεψαν τον καθαρίσανε.
Συναντάται και ως: θα του φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι / καρδιά κ.λπ. κ.λπ.
Και του φύτεψε μια στην καρδιά και μετά τον φύτεψαν down under.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified