Αναγραμματισμός της λέξης τριπάκι.
Όρος της πιάτσας για την γνωστή ουσία LSD που κυκλοφορεί σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού με διάφορα χρώματα και παραστάσεις τα οποία ανάγουν και σε διαφορετική περιεκτικότητα ουσίας.
Ο όρος χρησιμοποιούταν πολύ στα τέλη της δεκαετίας του '80 – αρχές '90 στον κύκλο των μπαρ της Θεσσαλονίκης, ίσως κι αλλού.
- Τι έχουμε σήμερα Τζόρτζ;
- Τα πάντα ψηλέ! αντίδια, σοκολά, γκαζόζα, ζουζού, κουμπιά, πάκια, εσύ μιλάς!
- Έλα ρε φίλος, έχεις πατρίκιους; Πίασε 10 κόκκινους δράκους!
- Δράκοι τέλος! Μου’χουν ξεμείνει κάτι γελαστοί κλόουν...
- Μπα, δεν τα τρώω αυτά, μου πέφτουν βαριά.- Μάγκα μου, προχθές φάγαμε κάτι πατρίκιους τεφαρίκια! Μπήκαμε με την Νάνσυ και τον Μάκη στον σκαραβαίο για να την κάνουμε Χαλκιδική αλλά μετά από ένα δίωρο πήραμε πρέφα ότι ήμασταν ακόμη παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα! Κόκαλο! Μας έκανε χάζι ο κόσμος που πήγαινε για δουλειά τα χαράματα! Πάλι καλά που δεν μας μάζεψαν οι μπάτσοι…
- Παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα; Πως τα καταφέρατε, ρε παίκτη, να ανεβείτε εκεί πάνω;
- Τι πίνεις και δεν μας δίνειςρε μαν!