Γκαζμάς, ή αλλέως πως αξίνα. Oμοιάζει με σκαλιστήρι, αλλά σε μεγάλο μέγεθος. Με αυτό σκάβουμε το χώμα (μαλακό και σκληρό): είναι χαμαλοδουλειά / και δεν θέλει ντοκτορά.

Στην ανθρωπoμεριά δένει με τον βλάκα και τον άκομψο, χωρίς τακτ, δίκην ταύρου σε υαλοπωλείο.

Καλυφθείτε ρεεε… γκαζμάς εν όψει, έπονται γκαζμαδιές!

Βλ. και γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified