Ξινίχλα λένε κανονικά το τριφύλλι (τουλάχιστον στην Αίγινα), αυτό που, επειδή προφ ξινίζει, δεν το τρώνε ούτε τα οζά (τουλάχιστον στην Αίγινα -γιατί πχ στη Μυτιλήνη έχω δει να το καλλιεργούν για ζωοτροφή, αλλά μπορεί και να μην είδαν καλά τα μάτια μου, είμαι και παιδί της πόλης, ίσως κάποιος από σας με διαφωτίσει).

Ξινίχλα(ς), σλανγκιστί, είναι ο ξινός άνθρωπος, ο αντιπαθής, ο χολιασμένος, που κάνει μουτσούνες με το τίποτα σα να 'χει καταπιεί ξίδι, που δε σκα χαμόγελο, που μονίμως τη λέει με στυλ ινστρούχτορα σε κάποιον, που τεσπα δεν έχουν χαρεί τα σκέλια του καλά πράματα και η μούρη του το δείχνει.

  1. Μάζεψε τα μούτρα σου πια, τι ξινίχλας είσαι ρε πστ, σε γάμο σε κάλεσαν όχι σε κηδεία! Ας μην ερχόσουνα, στην τελική...

  2. - Μορφωμένος άνθρωπος ο κύριος Τ.
    - Τι να το κάνεις, σκέτη ξινίχλα είναι το άτομο...

Η κυρία Merkel- Sauer (=ξινός) (από Khan, 21/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified