Πτωχεύω, καταστρέφομαι οικονομικά.

Στα παλιά χρόνια πολλοί πτωχεύσαντες οικονομικά έδεναν λίθον επί τον λαιμού των και φούνταραν εις το Παλαιόν Φάληρον

-Κοίτα ρε αυτόν με τα γένια, τον άπλυτο…
-Ε, και τι; -Ρε ξέρεις ποιος ήταν πριν 5 χρόνια;
-Εεε ναι, ξέρω, αλλά τώρα φαλίρισε ο δόλιος!

Βλ. φαλιμέντο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified