Σύνθετη λέξη από τις «πούτσα» (το ανδρικό μόριο) και «χαμπέρι» (στα τούρκικα τα νέα). Χρησιμοποιείται ως όρος για τις συζητήσεις μεταξύ ανδρών σε ανδροπαρέες, ή για τα νέα που αφορούν μια ανδροπαρέα.
-Ρε συ έλα να δούμε το ματς με τους άλλους… Να βρεθούμε όλοι μαζί, να πιούμε καμιά μπύρα και να πούμε και κανένα πουτσοχάμπερο!