βροχέζος, ο [ουσ.] < βροχερός + χέζω
Αναφέρεται στον ενοχλητικά βροχερό καιρό. Μπορεί να είναι εκνευριστικό ψιχάλισμα που κρατάει μέρες ή μουσώνας των τροπικών που δύναται να σε πνίξει στα πέντε λεπτά που κρατάει.
Λίγο πιό έντονο σαν έκφραση από το «κατρουλόκαιρος».
Πιθανόν να αποτελεί την ελληνική μετάφραση του αγγλικού «shitty/crappy weather».
- Βροχέζος ο καιρός σήμερα.
- Ναι ρε συ, πολύ εκνευριστικό το συνεχές πιτσίλισμα.