Μόριο της νεοελληνικής με πολλές χρήσεις και έννοιες:

  1. «όχι», καραμπινάτο
  2. κοντά, δίπλα (ενίοτε και «τσικ», αντιπαράβαλε με κλικ)
  3. διπλασιαζόμενο, λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, αργά (και τσούκου τσούκου)

Προέρχεται από το πλατάγιασμα των οδόντων.

- Πάμε για ένα ποτάκι;
- Τσουκ...
- Έλα... το μπαρ είναι ένα τσουκ απ' εδώ...
- Τσουκ!
- Έλα, πάμε για ένα στο τσάκα -τσάκα... Τι λες;
- Τσουκ, είπαμε!
- Έχω και Porsche Cayenne!
- Μωρό μου, βεβαίως και όχι γρήγορα, πάμε τσουκ-τσουκ! Ξέρεις ότι έχεις όμορφα μάτια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified