Η κοπέλα που πλένει πιάτα στα εστιατόρια, ταβέρνες κοκ, κυρίως στο εξωτερικό, καθότι ήταν συνηθισμένο οι έλληνες μετανάστες να κάνουν -μεταξύ άλλων- τέτοιες δουλειές το πάλαι ποτέ εκεί.

Παρόλο που οι εργασίες αυτές έθρεψαν οικογένειες και χωριά, και δημιούργησαν περιουσίες εκ του μη όντος, η αρχοντοβλαχιά των ελλήνων γενικά, δεν παύει να τις θεωρεί κατώτερες άλλων. 'Ετσι σλανγκοποιήθηκε το επάγγελμα, παίρνοντας την κατάληξη -ού και θυμίζοντας, πχ, την σκατού, την σκυλού κλπ.

- Και το αποφάσισες, θα φύγεις για Γερμανία;
- Ναι ρε μαλάκα, σιγά μην κάτσω δω, βαρέθηκα.
- Και από δουλειά;
- Έ, ό,τι κάτσει. Έχω καλό βιογραφικό, δεν νομίζω να καταλήξω πιατού.

Got a better definition? Add it!

Published