Φασαρία, διαπληκτισμός. Αντίστοιχο του κυπριακού μπασαμά.
Έγινε μεγάλη αντράλα χτες στο μπαρ.
Φασαρία, διαπληκτισμός. Αντίστοιχο του κυπριακού μπασαμά.
Έγινε μεγάλη αντράλα χτες στο μπαρ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified