Η πράξη του να κατουράς και να χέζεις την ίδια στιγμή. Το καταφέρνουν μόνο οι μη δυσκοίλιες γυναίκες.

- Γρήγορα βγήκες από την τουαλέτα.
- Σκατούρημα ήταν.

βλ. και κουραδοκατουρλιό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified