Αυτός που νομίζει ότι είναι γαμάτος, που επιδεικνύεται λέγοντας συνεχώς ότι όπου πάει τα σπάει.

Με βρήκε ο τασπάος ο Κώστας προχθές στο δρόμο και μου είπε ότι έκανε μεγάλο σαματά στο πάρτι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified