Στην Λακωνική διάλεκτο σημαίνει μούσκεμα, βρεγμένος ως το κόκαλο, παπί.
Στην Κουμιώτικη διάλεκτο σημαίνει γυμνός.
«Πώς μπλαματσάς μέσ' στ'αυλάκι κι είσαι τσουπλί το ξέρει η μαμά;» από εδώ
Στέκονταν «τσουπλί», όπως λένε στην Κουμιώτικη γλώσσα, δηλαδή μαδαρές (γυμνές) και ολοτσούπωτες (ολόγυμνες) για να ιδούν τον καλό τους.Από εδώ
Got a better definition? Add it!
Published 2010-09-30 17:55:00+00:00 Last modified 2010-09-30 22:52:32+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.