1. Στην Λακωνική διάλεκτο σημαίνει μούσκεμα, βρεγμένος ως το κόκαλο, παπί.

  2. Στην Κουμιώτικη διάλεκτο σημαίνει γυμνός.

  1. «Πώς μπλαματσάς μέσ' στ'αυλάκι κι είσαι τσουπλί το ξέρει η μαμά;» από εδώ

  2. Στέκονταν «τσουπλί», όπως λένε στην Κουμιώτικη γλώσσα, δηλαδή μαδαρές (γυμνές) και ολοτσούπωτες (ολόγυμνες) για να ιδούν τον καλό τους.
    Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified