Γίνομαι χαζός.

Έχει διαφορετική χρήση από το χαζεύω, καθώς το χάζεμα έχει στιγμιαία επιρροή στο άτομο, ενώ το χάζωμα διάρκεια, δηλαδή κάποιος που χαζώνει δεν είναι σίγουρο ότι θα επανέλθει σε φυσιολογική κατάσταση.
Άλλο το «χαζεύω τις βιτρίνες» και άλλο το «χαζώνω με τις ειδήσεις».

  1. - Πάμε για κανένα ποτό το βράδυ;
    - Μπα, θα χαζώσω στην τηλεόραση και μετά θα πέσω για ύπνο.

  2. - Τι κάνει ο Γιώργος;
    - Από τότε που έμπλεξε με την Γιώτα έχει χαζώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified