Πιο σωστά «γυρνάω τα ξεροτύρια». Είναι η δουλειά που απαιτείται για κάποια είδη τυριού που πρέπει πρώτα να στεγνώσουν πριν μπουν στην παραγωγή.
Χρησιμοποιείται ειρωνικά όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον που ξέρουμε ότι κωλοβαράει. Βασικά μου το λέει η μάνα μου όταν γυρνάω από καμιά καφετέρια.
Επ, τι έγινε πού χάθηκες, γυρνάς τα ξεροτύρια;