Είναι η αίσθηση του καινούριου, του αχρησιμοποίητου που αναδίδει - κατ' εξοχή - ένα καινούριο αυτοκίνητο, αλλά και άλλες γκατζετιές όπως π.χ. κινητά, λαπ-τοπ κ.τ.ο., όταν τα παίρνουμε τσίλικα, του κουτιού, και τα χρησιμοποιούμε για πρώτη φορά.

Ειδικά στον πολύπαθο (εσχάτως) κλάδο της εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η καινουργίλα που προκύπτει από ένα πολύ καλό πλύσιμο μέσα-έξω, είναι το ιερό γκρέιλ του μερακλή, πλην μπατίρη, επίδοξου αγοραστή, που συχνά κάνει την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του ενός ή του άλλου σέκοντ χαντ τουτού.

Επιτομή στην υπόθεση της νεκραναστημένης καινουργίλας του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, προσφέρει ο βιολογικός καθαρισμός του σαλονιού, κατά την οποία απομακρύνονται με ακραία σχολαστικότητα και με τη βοήθεια ειδικών σκουπών και χημικών διαλυμάτων όλα τα μακρο- ή μικροσκοπικά ξένα σώματα, σκουπιδάκια, πτώματα από το μπουθ, καπότες (που χρησιμοποιήθηκαν κάποτες από τον παλιό ιδιοκτήτη) και οσμηρά σωματίδια, γυαλίζεται το ταμπλώ, και εν γένει γίνεται ό,τι χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί η τελεία κάθαρσις (sic) του αυτ-του, που απαράλλαχτα ακολουθείται και από αλοιφή που τονώνει και αναζωογονεί το ταλαιπωρημένο χρώμα της λαμαρίνας.

- Το πέρασα, που λες, βιολογικό καθαρισμό και αλοιφή σε ένα πλυντήριο και έγινε τζιτζιλόνι: μέχρι που μυρίζει και καινουργίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified