Καντήλες. Γενικευμένο εξάνθημα του δέρματος τ. πλάκες ή κόκκινες ραβδώσεις, που συχνά συνοδεύεται από φαγούρα.
Συνηθίζεται στην έκφραση «πετάω πετάλες». Οι πετάλες πετιούνται στο δέρμα σου (π.χ. τσιμπιέσαι από την τσουκνίδα, τσουυυπ, πετάγεται το εξάνθημα, φουσκώνει, κοκκινίζει και φαγουρίζει), σο υποθέτω βρήκαμε την άκρη ετυμολογικά. Το ενδεχόμενο να προκύπτει από το ότι μοιάζουν συχνά με πεταλίδες το είχα σκεφτεί, αλλά το πέρασα για προσωπική χαζοεγκεφαλοσύναψη - σο αναφέρεται εδώ με ειδική μνεία στην Ιρονίκ που το 'πε στα σχόλια και μου απέδειξε έτσι ότι είμαι φυσιολογική ως ένα σημείο. Στον ενικό δεν το 'χω συναντήσει, μάλλον δεν υπάρχει να πετάξεις μόνο μια πετάλα, βγαίνουν πολλές μαζί.
Ό,τι προκαλεί αλλεργία παίζει να είναι η αιτία για να βγάλεις πετάλες, επίσης ό,τι απεχθάνεσαι, ό,τι σε χαλάει, σε κάνει να ξερνάς, να συφιλιάζεσαι ή και να τα παίρνεις στο κρανίο - περιλαμβάνονται είδη μουσικής, φαγητά, άκυροι μαλάκες που σε περιτριγυρίζουν.
Σχετικά: δερμοτσουκνίασα, βγάζω σπιθουράκια με.
Κυριολεκτικόν - λέμε τώρα:
Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικούς πομφούς (πετάλες, φλούμπες, καντήλες) με κνησμό και ερύθημα μικρής διάρκειας.
Λιάνα: Ακούω «κοινωνία των πολιτών» και πετάω πετάλες σύντροφοι. Γίνομαι λύκος που μυρίζει τη φριχτή παγίδα, με τις θανατερές δαγκάνες που έχουν κρύψει κάτω από τα σαπισμένα φύλλα του δάσους αδυσώπητοι κυνηγοί.
Εδώ: - Με ποιό κομμάτι πετάτε...«πετάλες'; - Τι είναι οι πεταλες ρε παιδιά; - (marathon) Οτι έμεινε από τα σέπαλα. Καλή χρονιά!(σ.ς. έλα, αυτό είναι λάθος και το ξέρεις)