Σαν να λέμε «χέστηκα» όταν κάποιος μας λέει κάτι για να εντυπωσιαστούμε και εμείς θέλουμε να του δείξουμε ότι δεν χαμπαριάζουμε και δεν ιδρώνει το αυτί μας.

Στον στρατό, το να πέφτεις και να παίρνεις κάμψεις στη θέα κάποιου ανώτερου, είναι δείγμα τρελού θαυμασμού και απόλυτου ρισπέκ. Στην καθημερινή ζωή όμως, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ τραβηγμένο και στρατογκαυλικό –επομένως, μέσα από την υπερβολή και το απραγματοποίητο της φράσης, επιτυγχάνουμε τη γείωση του συνομιλητή μας.

- Από δώ η Χριστίνα που έχει κάνει μεταπτυχιακό, ντοκτορά και ποστ-ντοκτορά...
- Να πέσω να πάρω κάμψεις;

Στο 0:29 (από allivegp, 31/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified