Μιλάω σχετικά ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά με έντονα «σφυριχτό» το Σίγμα.

Είναι από τα χαρακτηριστικά της ομιλίας των ανθρώπων στα οποία μπορεί κάποιος αρχικά να μη δώσει ιδιαίτερη σημασία, μπορεί και να μην το προσέξει καν. Από τη στιγμή όμως που θα το προσέξει ή θα του το επισημάνει κάποιος άλλος, δε μπορεί να το ξε-προσέξει, και κάθε φορά που ο ψισφυρίζων ανοίγει το στόμα του και λέει οποιαδήποτε λέξη που περιέχει σίγμα, ο μυημένος πλέον ακροατής παρατηρεί το «σου» που ακούγεται σαν σφύριγμα, και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του το διασκεδάζει ή ενοχλείται. Δεν είναι σφύριγμα ποιμένων, δεν είναι ψεύδισμα κραγμένης, είναι ο ψίσφυρος.

Λίγο-πολύ όλοι όσοι έχουν την ικανότητα της ομιλίας ψισφυρίζουν. Σε μερικά άτομα βέβαια το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο και μπορεί να αποτελέσει διαρκή τροφή για εποικοδομητική κοροϊδία από την παρέα ή και τους περαστικούς. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ψισφυρίζοντες, έχοντας αποδεχτεί την ιδιαιτερότητά τους, ανάγουν τον ψίσφυρο σε ένα όχημα έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία (βλ. παράδειγμα).

«Για τιΣΣΣφφφ παλιέΣΣΣφφ αγάπεΣΣΣφφ μη μιλάΣΣΣφφ»
- Φίλιππος Πλιάτσικας, Επιτυχημένος Ψισφυρίζων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified