Σπάνια λέξη (δεν τη βρήκα στο νέτι), που σημαίνει σκαλίζω μετά μανίας και τα κάνω όλα άνω κάτω, πιθανόν δε να κάνω και θόρυβο. Σκαλίζω με σκοπό να βρω κάτι, πχ σε μια ντουλάπα, σε ένα συρτάρι, ή σκαλίζω ένα γαμίδι μπας και το διορθώσω, κττ.

Πρέπει να είναι παλιά λέξη και να έχει πέσει σε αχρηστία. Την έχω ακούσει από σημερινούς 60-70άρηδες.

Έκανα μια σκέψη μπας και προέρχεται από παραφθορά του ρ. σγαρλίζωζγκαρλίζω ή σγκαρλίζω= σκάβω το χώμα όπως οι κότες), που απαντάταιι σε όλη την Ελλάδα (Γιάννενα, Μεσσηνία, Γορτυνία (βλ. παράδειγμα 4).

disclaimer: δεν βάζω το σγαρλίζω σε ξεχωριστό λήμμα, γιατί είναι πολλές φορές καταγεγραμμένο στο νέτι.

  1. Τον έψαχνα σε όλο το σπίτι και τελικά τον βρήκα να σκαραπαταλεύει μέσα στην αποθήκη, έψαχνε λέει μια πένσα.

  2. - Πού είναι το τηλεκοντρόλ;
    - Το πήρε ο Σάκης γιατί είχε χαλάσει. Το σκαραπαταλεύει με τις ώρες, δεν νομίζω να διορθώνεται.

  3. Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
    από δω

  4. Επήρα με σεβασμό πάλι το κασμά, έσφιξα τα δόντια στο στόμα μου, να μη κλάψω και με το μαλακό και από μακρύτερα το χώμα, της πέτρας άρχισα να σγαρλίζω, την πέτρα να ξεχώνω.
    από δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified