Ταούκαρα, η, ουσιαστικό το οποίο δηλώνει συμφορά, ή βαριά ζημιά.

- Βρασίδα, τι κάνεις; Τα νέα σου;
- Άσε Μάκη! Μου την έπεσε το ΣΔΟΕ στην καντίνα και έπαθα ταούκαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified