Λέξη που προέρχεται από τον συνδυασμό των μάγκας και μόρτης και συνδυάζει την γαμιστερότητα των ατόμων που χαρακτηρίζονται από τα άνωθεν λήμματα σε ένα, σαν άλλο σαμπουάν και μαλακτικό.

- Θυμάσαι τη Μαρία, εχθές στο μπαρ;
- Ποια; Αυτή με τα τρελά μπαλκόνια;
- Ναι, ναι, το ξανθό. Λοιπόν, ο Χάρης έφυγε μαζί της ενώ εμείς συνεχίσαμε να πίνουμε σαν τους μαλάκες.
- Α στο διάολο! Σοβαρά;
- Ναι, απλά εσύ δε θυμάσαι τίποτα ύστερα από τη δέκατη τεκίλα...
- Έλα ρε φίλε... Μαγκαμόρτης ο τυπάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified