Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Προέρχεται από το τουρκ. mecidiye ή mecit = παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα. Πήρε το όνομά του από τον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και κατέστη συνώνυμο με το μπαξίσι (= εξαγορά, δωροδοκία) και το γρηγορόσημο.

Αν δεν στάξεις το μετζίτι, μη περιμένεις χαΐρι.

Καριοφύλλης Δοϊτσίδης: "Στέργιους πισμάνιψι", 1ο μέρος μουσικής τριλογίας, όπου ο Στέργιος άλλαξε γνώμη περί γάμου, καίτοι ο πάππος του έδωσε 3 μετζίτια για ν\' αγοράσει παπούτσια... (από HODJAS, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified