Ο υπερβολικά μεθυσμένος. Προέρχεται από το κώλος, αλλά εκφράζει ένα πολύ χειρότερο μεθύσι.

Έτσι, όπως το πορνίδιο είναι πιο υποτιμητικό από το πόρνη, όταν είσαι κωλίδι είσαι χειρότερα κι από κώλος.

Άστα ρε φίλε! Χώρισε ο Βαγγέλης και χθες που βγήκαμε έγινε κωλίδι!
Τρεις ήμασταν και δεν μπορούσαμε να τον κουβαλήσουμε.

βλ. και κωλοτρυπίδι, λιώμα, λιάρδα, κόκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified