Δίκροκες ονομάζονται δύο γκόμενες που είναι κολλητές. Πάνε παντού μαζί, είναι συνέχεια μαζί, κοινώς «αυτοκόλλητες». Πάνε δυο-δυο, σαν το δίκροκο αυγό.

- Μόλις πέρασαν η Μαρία με την Έφη.
- Πολύ ωραίες δίκροκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified