Καφετιά ουσία που εξέρχεται της στοματικής κοιλότητος, όχι από απελπισιά ή καταφρόνηση ή στάση ζωής όπως το χλεμπόνι, αλλά από παθολογικές αιτίες, κυρίως μετά από κρυολόγημα ή μια νύχτα κραιπάλης και ακολασίας, πιθανότατα συνοδευόμενη από τσιγαρόβηχα (tsigarovihous intensus) ή και γαμοσταυρίδια...

Η κόρη του μάντη Κάχλα...

  1. Άντε ρε μλκ πάαινε μη σου ρίξω καμιά κάχλα και πνιγείς...

  2. Γκάχα γκούχα γκίχα γκέχα γκόχα, πω ρε πούστη τι τα θέλω τα άφιλτρα, μαύρες κάχλες βγάζω κάθε πρωί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified