Η τάπα σε κάποιον, το ρούμπωμα.

A: Η δικιά σου δεν μπορούσε να βγείτε χθες, αλλά ήτανε με τις φίλες της για ποτάκι στο Γκάζι. Χοχοχο.
Β: Ναι, ενώ η δικιά σου ήταν στο σπίτι του Δημήτρη. «Χοχοχο» παπάρα.
Γ: Πωπω ταπίδιιι! Τι του είπε ρε!

(από HardcoreGR, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified