Η τάπα σε κάποιον, το ρούμπωμα.
A: Η δικιά σου δεν μπορούσε να βγείτε χθες, αλλά ήτανε με τις φίλες της για ποτάκι στο Γκάζι. Χοχοχο. Β: Ναι, ενώ η δικιά σου ήταν στο σπίτι του Δημήτρη. «Χοχοχο» παπάρα. Γ: Πωπω ταπίδιιι! Τι του είπε ρε!
Got a better definition? Add it!
Published 2012-03-01 21:24:57+00:00 Last modified 2012-03-02 07:02:36+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.