Στα καλιαρντά, είναι είτε ο πολύ άσχημος, ο θεοκάλιαρντος, είτε ειδικά η καμπούρα ή ο καμπούρης. Από τον ήρωα Quasimodo του μυθιστορήματος Η Παναγία των Παρισίων του Victor Hugo, που μας έχει δώσει και τις εκφράσεις κουασιμόδος και κουασιμόδας.

  1. ασε κατω τον κατέ μωρη κουασιμοντα!!! (Αποκατέ).

  2. Μετρούσα πολύ εξωτερικώς. Όπως ήμουν η δόλια λιγδομπερντές, βγήκα στα πάρκα, ήμουνα παλιός γνώριμος εκεί. Ένα βράδυ, αργά, γνώρισα στο πρεζαντέ μια ντάνα, σα μισοτρανς ήτανε, μια λουμπίνα του κερατά. Περπατημένη τσολαδερφή, κουασιμόντα ήτανε η μαντουάνα. (Αποκατέ).

Από την ταινία του 1923. (από Khan, 27/02/13)O Ringo δηλώνει κουασιμόντας (από σφυρίζων, 28/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified