Η ζημιά είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε η ζημιά ενός μηχανολογικού θαύματος. Δεν συνηθίζεται για έπιπλα.

  1. Έπαθα μεγάλη αβαρία με το Μαράκι.

  2. Το αμάξι δεν κινείται, έχει αβαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified