Σημαίνει φυγαδεύω, αποσύρω, απομακρύνω.
Η σλανγκιά έγκειται στην αδόκιμη σύνταξη του αμετάβατου ρήματος «φεύγω» ως μεταβατικού τοιούτου.

  1. Επώνυμοι «έφυγαν» τα χρήματά τους από την Κύπρο την παραμονή του κουρέματος.

  2. Ακόμη την κουμπάρα την Τούλα έχετε προϊσταμένη στο υποκατάστημα του ΙΚΑ; Δεν την έφυγαν ακόμη μαζί με τους διεφθαρμένους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified