Το σεξ από τον κώλο, το πρωκτικό.

Η τύπισσα ήταν στην αρχή διστακτική με το κωλογαμήσι, αλλά όταν άνοιξε άρχισε να νιώθει ωραία.

Got a better definition? Add it!

Published