Αυτός που οδηγά μηχανάκι χαμηλού κυβισμού (κάτω των 125 κυβικών), ιδιαίτερα αν η ηλικία του ξεπερνά τον μισό αιώνα. Το μηχανάκι ενός κλανοπώλη είναι εφοδιασμένο συνήθως με παλιομοδίτικο καλαθάκι και η εξάτμιση έχει ήχο σαν από κομπρεσέρ.

Δες αυτόν ρε πού πάει. Κλανοπώλης και τόλμησε να βγει και στη λεωφόρο.

Δες και -πώλης, -πωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified