Η γυναίκα που κουτσομπολεύει πολύ γιατί δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει στη ζωή της. Δραγάτης είναι ο αγροφύλακας ή ο αμπελοφύλακας και μερικοί λένε ότι βγαίνει από το αμπελιδεργάτης. Υπάρχει και ρήμα δραγατεύω.

Μόνο μην πέσουμε σε καμιά δραγάτισσα και μας κάνει βούκινο!

Got a better definition? Add it!

Published