Συνώνυμο του πανηγυρικού γκέι. Προκύπτει από την εμφάνιση του ιδίου, η οποία είναι ασορτί με τη σημαία του (βλ. μήδι 1 στο παραπάνω λίνκι). Παρατηρείται ιδίως όταν πρόκειται για συμμετέχοντες σε σχετικές οργανωμένες εκδηλώσεις - φεστιβάλ.

- Που λες χτες, είπαμε να πάμε για καφέ στη πλατεία, όταν ξαφνικά ακούσαμε μουσικές και καραμούζες να πλησιάζουν...
- Και τι έγινε;
- Μας την πέσανε κάτι μπιλντέρια ριγωτοί, είχανε κανα φεστιβάλ μάλλον... οπότε είπαμε άκυρο και την κάναμε με ελαφρά...

les bandes blanches.. ceci n\'est pas ριγωτοί (από Jonas, 19/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified