Σύντομη μορφή για δύο λέξεις:
1. Το πιστόλι.
2. Την βότκα Στολίσναγια (Stolichnaya).

Στα ποντιακά σημαίνει τραπέζι.

  1. - Τώρα το στόλι πού το βρήκες;
    - Ψεύτικο είναι ρε, για τη φωτογραφία.

  2. Από εδώ:
    Πήρα τη Στόλι τη νιου σάϊζ που είναι πιο μεγάλο το μπουκάλι..με συμφέρει να κεράσω..... :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified