Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κέντρο διασκέδασης.

Στην τρέχουσα αργκό, η κατάληξη -άδικο περιγράφει κατάστημα, δίνοντας παράλληλα έναν πιο λαικό τόνο στον εν λόγω μέρος (βλ. δισκάδικο, πιατάδικο, ελληνάδικο, τραβελάδικο).

Και που λες μικρό μου πουστόνεο, στη πρώτη μου έξοδο σα κωλοφάνταρο κατέληξα σ' ένα ξεφτιλάδικο καμιά πεντακοσαριά μέτρα από το ΚΕΠΒ Θήβας. Και τι να δώ; Ο Τεντόπουλος, το κωλοεπόπι, κερνάει ποτάκι ένα τράβελο που δούλευε στο μαγάζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified