Τα δάκρυα στα καλιαρντά. Αβέλω κατόλια σημαίνει κλαίω.

  1. Αβέλω κατόλια
    που ντίκω τα τσόλια
    να έχουνε βγει πρεσαντέ
    Αβέλω και ντέζι
    μια λούγκρα με παίζει
    μα νάκα αβέλει μπερντέ.
    (Καλιαρντοποίημα αποκατέ).

  2. Μου τα είπε εμένα ο ίδιος, που πέρασε από το μαγαζί να πιεί καημοζούμι και τα κατόλια να πέφτουν σύννεφο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published