Τα βαφτίσια στα καλιαρντά, εκ του βακουλή που σημαίνει εκκλησία και στάμπα, δηλαδή σφράγισμα.

- Δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαρότεκνο.
- Καλέ ναι. Γνωρίστηκαν σε κάτι βακουλόσταμπα, που είχε παραστεί ο βακουλονταβατζής ο ίδιος! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published