Το κοτόπουλο στα καλιαρντά. Επίσης, το αυγό, ενώ κακνά δικελτά είναι τα αυγά μάτια. Πιθανόν ρομανί προέλευσης, βλ. εδώ.

Αβέλω χαρχάλω (Με έπιασε πείνα) Βουέλω να χάλω (Και θέλω να φάω)
Κακνά της κακνής δικελτά (Αυγά μάτια τηγανητά) Αβέλω μπαλόμπα (Έχω γίνει χοντρή) Και νάκα η μπόμπα (Και δεν κάνω πίπες) Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Μονάχα βάζω συνέχεια χέρι) (Από το άσμα Καλιαρντοσύνες)

Στο 1.30. (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published