Αυτός που χρηματίζεται, λαδώνεται, και το λαδοτύρι (αυτός που λαδώνει).

- Ααα, κοίτα τον πουλημένο τον διαιτητή, ταπαιρνίδης..
- Τον ξέρεις;
- Δεν είναι επίθετο, λαδώνεται.
- Ααα τον ξεφτίλα.

(Και παρομοίως για τον ταχωνίδη...)

Δες ακόμη: τα χώνω, σχήμα γνωστού αγνώστου και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified