Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.
-Καλε ροντοσολ αβέλω κουλαβε η μπάμια σερκεντες μούτζα μου - pote θα βρεθουμε μωρο μου; (Αποκατέ)
Got a better definition? Add it!
Published 2014-06-04 18:11:49+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.