Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.

-Καλε ροντοσολ αβέλω κουλαβε η μπάμια σερκεντες μούτζα μου
- pote θα βρεθουμε μωρο μου; (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published