Ο χωριάτης αγροίκος. Άτομο τελείως άξεστο, ανάγωγο. Ορισμένοι χωριάταροι συχνά απειλούν κάποιον αν δουν ότι αντιμιλά ή παρεμβαίνει σε οτιδήποτε τους αφορά.

Άιντε μωρέ με τον χωριάταρο, είπαμε τσι κόρης του ότι έχει ωραία μάτια κι αυτός άρπαξε την κουμπούρα τσε μας είπε να πάρουμε δρόμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified