Β΄συνθετικό που κολλάει σε κύρια ονόματα και δηλώνει προέλευση.

  1. - Τελικά βγήκαν μάπα οι τζαμπίσιες οι πετσέτες.
    - Περίμενες τίποτε καλύτερο όταν αγοράζεις από τα Τζάμπο;

  2. Να πάρω εκείνες τις Ικεΐσιες τις καρέκλες κήπου; Αν δεν αξίζουν τον κόπο, να μην πάω μέχρι το ΙΚΕΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified